- βακελίτης
- Γενική ονομασία με την οποία χαρακτηρίζεται μια ομάδα ρητινών που παρασκευάζονται με πολυσυμπύκνωση της φαινόλης με φορμαλδεΰδη και που ονομάζονται επίσης φαινοπλάστες. Το όνομα προήλθε από τον Μπάκελαντ (Baekeland), που πρώτος τους παρασκεύασε μεταξύ 1907 και 1909 και τους διέδωσε για βιομηχανική χρήση.
Η διαδικασία παρασκευής σε αλκαλικό περιβάλλον διακρίνεται σε τρεις φάσεις: σχηματισμός των β. Α, Β, C. Ο Α είναι υγρό ή ημιστερεό υλικό, μάλλον διαλυτό και χρησιμοποιείται ως βερνίκι –όταν υποβληθεί σε θέρμανση μετατρέπεται στον Β, που είναι στερεή και εύθραυστη ρητίνη η οποία θερμαινόμενη μαλακώνει και γίνεται ελαστική. Τέλος, ο Β με περαιτέρω πολυμερισμό μετατρέπεται στον αδιάλυτο και άτηκτο β. C. Εκτός από το αλκαλικό περιβάλλον μπορούμε να πετύχουμε πολυσυμπύκνωση της φαινόλης και της φορμαλδεΰδης και σε όξινο περιβάλλον. Το παρασκευαζόμενο προϊόν ονομάζεται νοβολάκα και χρησιμοποιείται για την παρασκευή τυπογραφικών κόνεων. Λόγω των εξαιρετικών ιδιοτήτων τους (ισχυρά μονωτικές, καλής αντοχής στα χημικά αντιδραστήρια και στις φυσικές συνθήκες, ευκολία στην επεξεργασία κλπ.), οι ρητίνες αυτές είχαν στο παρελθόν ευρεία εφαρμογή στην κατασκευή αντικειμένων κάθε είδους (διακόπτες, μονωτήρες κλπ.). Σήμερα ορισμένα από αυτά (π.χ. παλιές τηλεφωνικές συσκευές) έχουν συλλεκτική αξία.
Λόγω των εξαιρετικών ιδιοτήτων τους, οι ρητίνες της ομάδας του βακελίτη είχαν παλαιότερα ευρεία εφαρμογή στην κατασκευή αντικειμένων κάθε είδους (φωτ. Igda).
Μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες, ο βακελίτης ήταν το βασικό υλικό κατασκευής για μια σειρά από αντικείμενα και συσκευές καθημερινής χρήσης, από τηλεφωνικές συσκευές, διακόπτες και δίσκους βινυλίου έως κουμπιά και μπάλες μπιλιάρδου (φωτ. Marchesi).
Dictionary of Greek. 2013.